- σπερμοτοξίνη
- η, Νβλ. σπερματοτοξίνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπερματοτοξίνη — και σπερμοτοξίνη η, Ν (βιοχ.) αντισωματική ουσία η οποία περιέχεται στον ορό τών ζώων στα οποία ενέθηκαν σπερματοζωάρια άλλου είδους και έχει την ιδιότητα να καταστρέφει τα σπερματοζωάρια τού είδους αυτού με ανοσολογική αντίδραση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek